- επιχαλκώνω
- [-ώ (ο)] μετ. покрывать медью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιχαλκώνω — καλύπτω, επενδύω με στρώμα χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλκόω, ώ μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
επιχαλκώνω — επιχάλκωσα, επιχαλκώθηκα, επιχαλκωμένος, μτβ., επικαλύπτω κάτι με χαλκό, επενδύω με φύλλο ή στρώμα χαλκού, μπακιρώνω (πρβλ. επαργυρώνω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχαλκώ — καταχαλκῶ, όω (Α) 1. επικαλύπτω με χαλκό, επιχαλκώνω 2. κλείνω κάτι με χαλκό, δηλ. με κάτι χάλκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαλκῶ «κατασκευάζω κάτι από χαλκό» (< χαλκός)] … Dictionary of Greek
μπακιρώνω — [μπακίρι] καλύπτω αντικείμενα με φύλλα ή πλάκες χαλκού, επιχαλκώνω … Dictionary of Greek
περιχαλκώνω — περιχαλκῶ, όω, ΝΜΑ [περίχαλκος] επιχαλκώνω, καλύπτω από παντού με φύλλα χαλκού … Dictionary of Greek